- υποσκληρίδιος
- -α, -ο, Ν(ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα»)2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος»ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σκληρός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μετωπ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.